- στίλβωμα
- τογυάλισμα, λουστράρισμα: Έχει ειδική βούρτσα για το στίλβωμα των υποδημάτων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στίλβωμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίλβωμα — το, ΝΜΑ [στιλβῶ, ώνω] νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στιλβώνω, γυάλισμα, λουστράρισμα μσν. 1. κόσμημα που αστράφτει και λάμπει 2. στον πληθ. τὰ στιλβώματα καλλωπισμοί, λούσα («ἐξάφες τά στιλβώματα καὶ τὰς ἁδρολαλίας», Πρόδρ.) αρχ.… … Dictionary of Greek
στιλβώματα — στίλβωμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλβωτικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στίλβωμα ή που είναι κατάλληλος για στίλβωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στιλβώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
αιμοσάτης — αἱμοσάτης, ο (Α) είδος πέτρας που τήν χρησιμοποιούσαν για το στίλβωμα τού χρυσού, αλλιώς «Σάμιος λίθος» (Διοσκορίδης 5, 173) … Dictionary of Greek
αλοιφή — η (Α ἀλοιφή) 1. αυτό με το οποίο αλείφει ή αλείφεται κάποιος, επίχρισμα 2. φαρμακευτικό παρασκεύασμα από λίπος και άλλες ουσίες, που χρησιμεύει για την επάλειψη τού σώματος, για θεραπευτικούς ή καλλωπιστικούς σκοπούς 3. μίγμα χρήσιμο για γάνωμα,… … Dictionary of Greek
βυρσοδεψία — Οι τεχνικές και χημικές επεξεργασίες που κάνουν άσηπτα και αδιάβροχα τα δέρματα των ζώων. Η χρήση των δερμάτων για προστατευτικά καλύμματα και ενδύματα έχει τις ρίζες της στους προϊστορικούς χρόνους. Πολυάριθμες ενδείξεις παρουσιάζουν ως… … Dictionary of Greek
διάτομα — Άθροισμα μικροσκοπικών μονοκύτταρων φυτικών οργανισμών, υποδιαίρεση των κρυπτογάμων. Ονομάζονται και βακιλλαριόφυτα. Χαρακτηρίζονται από το στοιχείο ότι το κυτταρικό τους πρωτόπλασμα και τα συστατικά του (περιλαμβάνονται και τα φαιόχρωμα ή… … Dictionary of Greek
λουστράρισμα — το [λουστραρίζω] επάλειψη με λούστρο, στίλβωμα, γυάλισμα … Dictionary of Greek
στίλβωση — Επεξεργασία της επιφάνειας μερικών μετάλλων για την προστασία τους από τη διαβρωτική ενέργεια της ατμόσφαιρας. Σχηματίζεται έτσι ένα λεπτό στρώμα επιφανειακού οξειδίου ή θειούχου μεταλλικού χρώματος γενικά σκούρου. Στιλβώνονται αίφνης τα… … Dictionary of Greek